Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

καὶ καπηλεῖα

См. также в других словарях:

  • καπηλεία — η (Α καπηλεία) [καπηλεύω] το κέρδος που αποκομίζεται με δόλια και ταπεινά μέσα νεοελλ. 1. η αισχροκέρδεια στο εμπόριο 2. η εκμετάλλευση ιδεωδών ή θεσμών για ιδιοτελείς σκοπούς («η καπηλεία τής πατρίδας, τής θρησκείας, τής δημοκρατίας» κ.λπ.) αρχ …   Dictionary of Greek

  • πορνεία — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται η, κατόπιν χρηματικής αμοιβής, σεξουαλική επαφή ενός ατόμου με άλλο άτομο του ίδιου ή αντίθετου φύλου. Τα άτομα που ασκούν την π., σπάνια επιλέγουν τους «πελάτες» τους, οι οποίοι και αν δεν τους είναι εντελώς… …   Dictionary of Greek

  • προπίνα — και ποπῑνα, ἡ, ΜΑ καπηλεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. popina «οψοπωλείο, καπηλειό»] …   Dictionary of Greek

  • σκηνοπηγώ — και σκανοπηγῶ, έω, Α 1. στήνω σκηνή 2. (στους Ιουδαίους) τελώ τη γιορτή τής σκηνοπηγίας 3. φρ. «σκηνοπηγῶ τὰ καπηλεῑα» ανοίγω μικρά καταστήματα σε σκηνές (Δάμων). [ΕΤΥΜΟΛ. < σκηνή + πηγῶ (< πηγός < πήγνυμι*), πρβλ. ναυ πηγῶ] …   Dictionary of Greek

  • Ηράκλειον — Ονομασία δύο αρχαίων πόλεων. 1. Οχυρωμένη πόλη της Πιερίας. Ήταν χτισμένη στα παράλια του Θερμαϊκού κόλπου, κοντά στις εκβολές του ποταμού Απίλα. Οι αρχαίοι γεωγράφοι τη θεωρούσαν ως τη νοτιότερη μακεδονική πόλη. Κατά τους πολέμους των Ρωμαίων… …   Dictionary of Greek

  • Τενίρς — (Teniers). Επώνυμο 2 Φλαμανδών ζωγράφων. 1. Νταβίντ ο πρεσβύτερος (1582 – 1649). Αρχικά μαθήτευσε κοντά στον μεγάλο ζωγράφο Ρούμπενς και, αργότερα, συνέχισε τις σπουδές του στη Ρώμη, όπου επηρεάστηκε από τον Γερμανό καλλιτέχνη Ελτσάιμερ. Όταν… …   Dictionary of Greek

  • TABERNA — I. TABERNA oppid. Germaniae secundae triplex, Unum in Alsatia inferiori Zabern, simpliciter, vel Elsaszabern incolis, amplum, alias munitum, cum arce valida, nunc disiecta. Baudrand. de novo instauratur, A. C. 1675. Ad amnem Sorr, 4. leucis ab… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • βιβλιοκαπηλ(ε)ία — η 1. αισχροκέρδεια από την πώληση βιβλίων 2. παράνομη ανατύπωση και διάθεση βιβλίων στην αγορά. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. βιβλιοκαπηλία (< βιβλιοκάπηλος) μαρτυρείται από το 1868 στον Δημ. Βερναρδάκη, ο δε τ. βιβλιοκαπηλεία (< βιβλίο(ν) + καπηλεία)… …   Dictionary of Greek

  • κυβευτήριον — κυβευτήριον, τὸ (Α) [κυβεύω] τόπος όπου έπαιζαν ζάρια («περὶ καπηλεῑα καὶ περὶ κυβευτήρια ἐσπουδακώς», Δίων Κάσσ.) …   Dictionary of Greek

  • καπηλείο — καπηλείο, το και καπηλειό, το οινοπωλείο, ταβέρνα: Κάθε βράδυ ξενυχτάει στα υπόγεια καπηλειά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»