-
1 καπηλεία
καπηλεία, ἡ, Kleinhandel, Krämerei; neben ἐμπορία u. πανδοκεία Plat. Legg. XI, 918 d; Schenkwirthschaft, οἴνου τε μεταβαλλόμενος καὶ σίτου πρᾶσιν, ὃ δὴ καπηλείαν ἐπονομάζουσιν οἱ πλεῖστοι VIII, 849 d; als ἀνελεύϑερος bezeichnet XI, 919 e. Von geschmückten Frauen heißt es Poll. 5, 102 καπηλείαν ἀσκεῖν προςώπῳ. Vgl. καπηλεύω.
-
2 ἐργαστήριον
ἐργαστήριον, τό, jeder Ort, in dem etwas Bestimmtes gethan wird, Werkstatt, Fabrik, Is. 3, 22; μαχαιροποιῶν Plut. de gen. Socr. 33; Hüttenwerk, Dem. 37, 4; Laden, Ar. Equ. 744; καὶ καπηλεῖα Luc. Nigr. 25; Barbierstube, Plut.; Bordell, ἐπ' ἐργαστηρίου καϑῆσϑαι Dem. 49, 67; Alciphr. 3, 27. Uebertr., πάντες τὰ ὅπλα κατεσκεύαζον, ὥςτε τὴν πόλιν ὄντως πολέμου ἐργ. εἶναι, eine Werkstätte des Krieges, Xen. Hell. 3, 4, 17; – σ υκοφαντῶν κατασκευάσας Dem. 39, 2, eine Rotte von Sykophanten, vgl. 40, 9; πειρατικόν, Seeräuberbande, Heliod. 5, 20. Eigtl. neutr. von
См. также в других словарях:
καπηλεία — η (Α καπηλεία) [καπηλεύω] το κέρδος που αποκομίζεται με δόλια και ταπεινά μέσα νεοελλ. 1. η αισχροκέρδεια στο εμπόριο 2. η εκμετάλλευση ιδεωδών ή θεσμών για ιδιοτελείς σκοπούς («η καπηλεία τής πατρίδας, τής θρησκείας, τής δημοκρατίας» κ.λπ.) αρχ … Dictionary of Greek
πορνεία — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται η, κατόπιν χρηματικής αμοιβής, σεξουαλική επαφή ενός ατόμου με άλλο άτομο του ίδιου ή αντίθετου φύλου. Τα άτομα που ασκούν την π., σπάνια επιλέγουν τους «πελάτες» τους, οι οποίοι και αν δεν τους είναι εντελώς… … Dictionary of Greek
προπίνα — και ποπῑνα, ἡ, ΜΑ καπηλεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. popina «οψοπωλείο, καπηλειό»] … Dictionary of Greek
σκηνοπηγώ — και σκανοπηγῶ, έω, Α 1. στήνω σκηνή 2. (στους Ιουδαίους) τελώ τη γιορτή τής σκηνοπηγίας 3. φρ. «σκηνοπηγῶ τὰ καπηλεῑα» ανοίγω μικρά καταστήματα σε σκηνές (Δάμων). [ΕΤΥΜΟΛ. < σκηνή + πηγῶ (< πηγός < πήγνυμι*), πρβλ. ναυ πηγῶ] … Dictionary of Greek
Ηράκλειον — Ονομασία δύο αρχαίων πόλεων. 1. Οχυρωμένη πόλη της Πιερίας. Ήταν χτισμένη στα παράλια του Θερμαϊκού κόλπου, κοντά στις εκβολές του ποταμού Απίλα. Οι αρχαίοι γεωγράφοι τη θεωρούσαν ως τη νοτιότερη μακεδονική πόλη. Κατά τους πολέμους των Ρωμαίων… … Dictionary of Greek
Τενίρς — (Teniers). Επώνυμο 2 Φλαμανδών ζωγράφων. 1. Νταβίντ ο πρεσβύτερος (1582 – 1649). Αρχικά μαθήτευσε κοντά στον μεγάλο ζωγράφο Ρούμπενς και, αργότερα, συνέχισε τις σπουδές του στη Ρώμη, όπου επηρεάστηκε από τον Γερμανό καλλιτέχνη Ελτσάιμερ. Όταν… … Dictionary of Greek
TABERNA — I. TABERNA oppid. Germaniae secundae triplex, Unum in Alsatia inferiori Zabern, simpliciter, vel Elsaszabern incolis, amplum, alias munitum, cum arce valida, nunc disiecta. Baudrand. de novo instauratur, A. C. 1675. Ad amnem Sorr, 4. leucis ab… … Hofmann J. Lexicon universale
βιβλιοκαπηλ(ε)ία — η 1. αισχροκέρδεια από την πώληση βιβλίων 2. παράνομη ανατύπωση και διάθεση βιβλίων στην αγορά. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. βιβλιοκαπηλία (< βιβλιοκάπηλος) μαρτυρείται από το 1868 στον Δημ. Βερναρδάκη, ο δε τ. βιβλιοκαπηλεία (< βιβλίο(ν) + καπηλεία)… … Dictionary of Greek
κυβευτήριον — κυβευτήριον, τὸ (Α) [κυβεύω] τόπος όπου έπαιζαν ζάρια («περὶ καπηλεῑα καὶ περὶ κυβευτήρια ἐσπουδακώς», Δίων Κάσσ.) … Dictionary of Greek
καπηλείο — καπηλείο, το και καπηλειό, το οινοπωλείο, ταβέρνα: Κάθε βράδυ ξενυχτάει στα υπόγεια καπηλειά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)